Δόθηκε στη δημοσιότητα από τον υπουργό απασχόλησης….., το πλήρες κείμενο της Εγκυκλίου, με την οποία αναλύεται και επεξηγείται ο νέος τρόπος χορήγησης και υπολογισμού της ετήσιας άδειας μετ’αποδοχών των εργαζομένων.
Το πλήρες κείμενο της σχετικής Εγκυκλίου, εμπλουτισμένο με αναλυτικά παραδείγματα, έχει ως εξής:
Στο ΦΕΚ 267/Α/28-12-2004, δημοσιεύθηκε ο Ν. 3302/2004 «Ρύθμιση ετήσιας άδειας εργαζομένων και άλλες διατάξεις».
Ειδικότερα στο άρθρο 1 ρυθμίζονται θέματα που αφορούν την ετήσια άδεια με αποδοχές.
Α. Ετήσια άδεια εργασίας
Με το άρθρο 1 του Ν. 3302/2004 αντικαθίσταται η διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του Α.Ν. 539/1945, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 2 του Ν. 1346/1983 και αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 13 του Ν. 3327/2004 και επαναφέρεται το «ημερολογιακό έτος» ως βάση χορήγησης της ετήσιας άδειας με αποδοχές.
……………………………………………………………………………………….
Οι ρυθμίσεις αυτές του Ν.3302/2004, εφαρμόζουν τη νομολογία του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών κοινοτήτων (υπόθεση – 173/1999 της 28/6/2001) η οποία ερμήνευσε το άρθρο 7 της οδηγίας 93/104/ΕΚ σχετικά με τη χορήγηση ετήσιας άδειας με αποδοχές.
Ρύθμιση άδειας κατά το 1ο ημερολογιακό έτος
Με τη νέα παρ. 1β του Α.Ν. 539/1945, καθιερώνεται για το πρώτο ημερολογιακό έτος, εντός του οποίου προσελήφθη ο μισθωτός, υποχρέωση του εργοδότη να χορηγεί μέχρι την 31η Δεκεμβρίου αναλογία – ποσοστό των ημερών αδείας που δικαιούται ο μισθωτός, βάσει του χρονικού διαστήματος απασχόλησης στο έτος αυτό.
Η αναλογία της άδειας, η οπία υπολογίζεται επί των 20- επί πενθημέρου- και των 24 επί εξαημέρου- ημερών, θα πρέπει να χορηγείται έως την 31η Δεκεμβρίου του ημερολογιακού έτους πρόσληψης ακόμη και αν δεν έχει ζητηθεί από τους εργαζόμενους……………………………..
Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 3 του Ν.Δ. 3755/1957, καθώς και τη σχετική νομολογία, σε περίπτωση μη χορήγησης από τον εργοδότη λόγω υπαιτιότητάς του (άρνηση, πταίσμα, αμέλεια), της άδειας που δικαιούται ο εργαζόμενος εντός του ημερολογιακού έτους, υποχρεούται να καταβάλει σ’αυτόν τις αντίστοιχες αποδοχές αδείας με προσαύξηση 100%.
Ρύθμιση άδειας κατά το 2ο ημερολογιακό έτος
Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος , ο μισθωτός δικαιούται να λάβει τμηματικά την άδειά του, η οποία αναλογεί στο χρόνο απασχόλησής του στο δεύτερο αυτό έτος, στον οικείο εργοδότη.
Η αναλογία της αδείας υπολογίζεται εκ νέου, όπως και κατά το πρώτο ημερολογιακό έτος, με βάση τις 20 ημέρες επί πενθημέρου και τις 24 επί εξαημέρου.
Κατά τη διάρκεια του έτους αυτού και κατά το χρόνο συμπλήρωσης 12 μηνών από την ημερομηνία της πρόσληψης, η άδεια επαυξάνεται κατά μία εργάσιμη ημέρα . Ως εκ τούτου, η άδεια κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος, η οποία θα πρέπει να χορηγηθεί από τον εργοδότη αναλογικώς ή ολόκληρη στο τέλος, έως την 31η Δεκεμβρίου του έτους αυτού , φθάνει στο ύψος των 21 επί πενθημέρου και 25 επί εξαημέρου, εργάσιμων ημερών. Σε περίπτωση μη χορήγησης από τον εργοδότη λόγω υπαιτιότητάς του (άρνηση, πταίσμα, αμέλεια), της άδειας που δικαιούται ο εργαζόμενος εντός του ημερολογιακού έτους, υποχρεούται να καταβάλει σ’αυτόν τις αντίστοιχες αποδοχές αδείας με προσαύξηση 100%.
Ρύθμιση άδειας κατά το 3ο και επόμενα ημερολογιακά έτη
Κατά το 3ο και επόμενα ημερολογιακά έτη ο μισθωτός δικαιούται να λάβει ολόκληρη την ετήσια άδεια του και σε κάθε χρονικό σημείο του έτους αυτού. Η άδεια αυτή θα φθάσει τις 22 ημέρες επί πενθήμερου και τις 26 επί εξαήμερου, εάν έχουν συμπληρωθεί 2 έτη απασχόλησης εντός του τρίτου αυτού ημερολογιακού έτους…..
Επίδομα αδείας
Όσον αφορά στο επίδομα αδείας , τονίζονται τα εξής:
Όπως είναι γνωστό, κάθε εργαζόμενος μαζί με την άδεια δικαιούται αποδοχές αδείας καθώς και επίδομα αδείας (άρθ. 3, παρ. 16 Ν 4504/1966). Το δικαίωμα λήψης επιδόματος αδείας, αποτελεί επακόλουθο του δικαιώματος λήψης κανονικής αδείας και υπολογίζεται όπως και οι αποδοχές αδείας – είναι δηλαδή ίσες προς το σύνολο των αποδοχών αδείας με τον περιορισμό ότι δε δύναται να υπερβεί για όσους μεν αμείβονται με μισθό, το μισό μισθό, για όσους δε αμείβονται με ημερομίσθιο ή ωρομίσθιο ή ποσοστά, τα 13 ημερομίσθια. Ως εκ τούτου, οι μισθωτοί οι οποίοι λαμβάνουν τμήμα ή ολόκληρη την άδεια, δικαιούνται και ανάλογες αποδοχές επιδόματος αδείας τόσο για το πρώτο και δεύτερο ημερολογιακό έτος, όσο και για τα επόμενα έτη.
Λύση σχέσης εργασίας
Σε περίπτωση λύσης της σχέσης εργασίας μισθωτού με οποιοδήποτε τρόπο πριν λάβει την κανονική άδεια που του οφείλεται, ο μισθωτός δικαιούται τις αποδοχές τις οποίες θα έπαιρνε αν του είχε χορηγηθεί άδεια (αρθ.1, παρ. 3 του Ν. 1346/1983).
Κατά το πρώτο ημερολογιακό έτος (εντός του οποίου προσελήφθη) ο μισθωτός δικαιούται να λάβει αποδοχές αδείας ίσες με 2 ημερομίσθια ανά μήνα απασχόλησης. Επίσης δικαιούται 2 ημερομίσθια ανά μήνα, ως επίδομα αδείας, (με τον περιορισμό του μισού μισθού ή των 13 ημερομισθίων).
Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος ο μισθωτός δικαιούται επίσης 2 ημερομίσθια ανά μήνα απασχόλησης και άλλα 2 ημερομίσθια ανά μήνα, ως επίδομα αδείας, (με τον περιορισμό του μισού μισθού ή των 13 ημερομισθίων).
Κατά το τρίτο ημερολογιακό έτος και τα επόμενα οφείλονται αποδοχές πλήρους αδείας και επιδόματος αδείας, που αντιπροσωπεύουν αυτές που θα εδικαιούτο ο μισθωτός εάν ελάμβανε την άδεια του κατά το χρονικό διάστημα της λύσης της σχέσης εργασίας.
Μεταβατική περίοδος
Η μετάβαση από το εργασιακό έτος στο ημερολογιακό ως βάση υπολογισμού για το δικαίωμα λήψης άδειας είναι δυνατό να προκαλέσει ερμηνευτικές δυσχέρειες αναφορικά με τους μισθωτούς που προσλήφθηκαν τα έτη 2003 και 2004 επισημαίνει………
Προσληφθέντες το 2004
Με τη μετάβαση επομένως από το εργασιακό στο ημερολογιακό έτος , όπως ισχύει από 28.12.2004, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να παραγραφεί το γεννημένο δικαίωμα όσων προσλήφθηκαν το 2004 να λάβουν αυτούσια την αναλογία της αδείας τους για το χρονικό διάστημα από την πρόσληψή τους έως την 31η Δεκεμβρίου 2004. Κατ’ ορθή ερμηνεία επομένως, οι εν λόγω εργαζόμενοι δικαιούνται να λάβουν την οφειλόμενη αναλογία αδείας του έτους 2004 , μέσα στο 2005.
Προσληφθέντες το 2003
Οι προσληφθέντες το 2003 είχαν από την αρχή της απασχόλησης τους δικαίωμα να λάβουν κανονική άδεια που αντιστοιχούσε στο χρόνο που είχαν εργασθεί μέσα σε αυτό το ημερολογιακό έτος. Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος (2004) οι ανωτέρω προσληφθέντες δικαιούνταν ετήσια κανονική άδεια την οποίαν έιχαν ομοίως δικαίωμα να λάβουν κατ’ αναλογία του χρόνου εργασίας που είχαν συμπληρώσει.
Πολλοί προσληφθέντες το 2003 έλαβαν την άδειά τους ενιαία μέσα στο 2004, αφού συμπλήρωσαν 10 μήνες απασχόλησης. Σε αυτή την περίπτωση οι ανωτέρω δικαιούνται επιπλέον αναλογία αδείας που αντιστοιχεί στο υπόλοιπο χρονικό διάστημα που απασχολήθηκαν μέσα στο 2004, μετά τη συμπλήρωση δώδεκα μηνών συνεχούς απασχόλησης. Π.χ προσληφθείς την 1.5.2003 έλαβε ενιαία άδεια την 1.4.2004. Από 2.5.2004 έως 31.12.2004 δικαιούται αναλογία αδείας που αντιστοιχεί στην απασχόλησή του μέσα σε αυτό το διάστημα. Αν ο εργαζόμενος δεν έλαβε μέσα στο έτος 2004 τις ημέρες που αντιστοιχούν στην ανωτέρω αναλογία άδειας. Τότε, σύμφωνα με το άρθρο 7 της Οδηγίας 93/104 όπως αυτό μεταφέρθηκε με το άρθρο του ΠΔ 88/1999, ο εργαζόμενος δικαιούται να λάβει τις ημέρες αυτές αυτούσιες μέσα στο 2005.
1ο παράδειγμα
Μισθωτός που προσλήφθηκε την 3/9/2003 λαμβάνει με το προϊσχύσαν νομοθετικό καθεστώς συνολικά 20 ημέρες αδείας (επί πενθημέρου) και ολόκληρο το επίδομα αδείας , μέχρι τις 3/9/2004. Για το χρονικό διάστημα από 4/9/2004 έως 31/12/2004 δικαιούται 21/12 επί 4 μήνες ως άδεια. Αν δεν είχε λάβει αυτή την αναλόγία έως τις 31.12.2004, τότε δικαιούται να τη λάβει αυτούσια μέσα στο έτος 2005. Για το έτος 2005 δικαιούται από 1/1/2005 ολόκληρη την άδεια που αντιστοιχεί σε αυτό το ημερολογιακό έτος και το επίδομα.
2ο παράδειγμα
Μισθωτός που προσλήφθηκε την 1/7/2004 δικαιούται να λάβει αναλογία της αδείας μέχρι 31/12/2004, 20/12 επί 6 μήνες, καθώς και το ανάλογο επίδομα αδείας. Αν ο μισθωτός δεν είχε λάβει την οφειλόμενη αναλογία αδείας μέχρι την 31.12.2004, τότε δικαιούται να λάβει αυτούσια την άδεια αυτή μέσα στο 2005.
Κατά το έτος 2005 ο εργαζόμενος δικαιούται από 1.1.2005 έως 31.12.2005 τμηματικά ή στο σύνολό της την άδεια του δεύτερου ημερολογιακού έτους.
Παράδειγμα 3ο
Μισθωτός ο οποίος προσελήφθη 1.3.1999 και είχε λάβει ολόκληρη την άδεια και το επίδομα το ημερολογιακό έτος 2004 δε δικαιούται άλλες ημέρες αδείας και επίδομα αδείας για το έτος αυτό, με οποιοδήποτε νομικό καθεστώς χορήγησης αδείας. Ο εν λόγω μισθωτός δικαιούται να λάβει πλήρη άδεια και επίδομα αδείας από 1.1.2005 μέχρι 31.12.2005.
Τέλος τονίζεται ότι το άρθρο 1 του Ν. 3302/2004 έχει ισχύ από τη δημοσίευση του εν λόγω νομοθετήματος, δηλαδή από 28.12.2004 και ως εκ τούτου όλοι οι μισθωτοί παλαιοί και «νέοι» εντάσσονται αυτοδικαίως στο πεδίο εφαρμογής του νόμου αυτού.
Με συναδελφικούς χαιρετισμούς – για την Συνδικαλιστική ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ
Στέλιος Φουντουκίδης