Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2003

Στο έσχατο όριο οι αποδοχές των τραπεζικών

Πριν μερικά χρόνια η μισθολογική θέση των τραπεζοϋπαλλήλων ήταν αξιοζήλευτη σε σύγκριση με όλους τους άλλους κλάδους εργαζομένων του δημοσίου αλλά, φυσικά και του ιδιωτικού τομέα. Ο συνδυασμός των αμοιβών, με καλές ασφαλιστικές καλύψεις μέσα σ’ ένα ανθρώπινο εργασιακό περιβάλλον γινόταν κάρφος στα μάτια των κυβερνήσεων και των εργοδοτών και των φερέφωνών τους στα ΜΜΕ. Θυμίζουμε τις επιθέσεις των κυβερνήσεων ΝΔ (προνομιούχοι του κ. Μητσοτάκη) και του ΠΑΣΟΚ (τα ρετιρέ του Α. Παπανδρέου).

Οι κυβερνητικές επιβουλές σε συνδυασμό με τις αναδιαρθρώσεις στο τραπεζικό σύστημα και τις εργοδοτικές επιθέσεις οδήγησαν σε άμυνα το συνδικαλιστικό κίνημα στο χώρο των τραπεζών. Ακόμα όμως και σε τέτοιες συνθήκες η ηγεσία του σ.κ. (ΠΑΣΚΕ και από κοντά οι διάφορες ΔΑΚΕ) όχι μόνο δεν προσπάθησαν να αντισταθούν, αλλά ουσιαστικά παρέδωσαν τους τραπεζοϋπάλληλους βορά στις κυβερνητικές – εργοδοτικές ορέξεις. Αντί της συσπείρωσης και της αντίστασης των εργαζομένων, στην επιδίωξη κομματικών συμφερόντων τους έστησαν δίκτυα πελατειακών σχέσεων διασπώντας και εν πολλοίς προσπαθώντας να εκμαυλίσουν τους τραπεζικούς.

Έτσι σήμερα το τοπίο είναι μαύρο και ανασφαλές σ’ όλες τις τράπεζες (με μέχρι τώρα εξαίρεση την Τράπεζα της Ελλάδος για λόγους κυρίως αντικειμενικούς) με πρωτοπορία τις ιδιωτικές:

  • Οι εργασιακές σχέσεις επέστρεψαν στον εργασιακό μεσαίωνα με απόλυτη εξουσία του διευθυντικού δικαιώματος (ωράρια λάστιχο, απλήρωτες υπερωρίες, εκδικητικές μεταθέσεις, υπηρεσιακή εξέλιξη μόνο των ημετέρων και συνδικαλιστικές ελευθερίες ανύπαρκτες).
  • Οι ασφαλιστικές κατακτήσεις πετάγονται στο καλάθι των αχρήστων. Όλοι οι τραπεζοϋπάλληλοι εκόντες – άκοντες (με τη συναίνεση όμως της ηγεσίας της ΟΤΟΕ και των Συλλόγων) οδηγούνται στο ΙΚΑ και στο ΙΚΑ – ΤΕΑΜ.
  • Οι αμοιβές σ’ όλες τις τράπεζες (και στην ΤΕ) υποχώρησαν σε απόλυτη και σχετική βάση. Ακόμα και σε σύγκριση με τις αμοιβές των Δημοσίων Υπαλλήλων οι τραπεζικοί που υπερείχαν κατά πολύ υπολείπονται πια, ενώ δεν μπορεί να γίνει σύγκριση με κατηγορίες των Δημοσίων όμως μ’ αυτούς των Υπουργείων Οικονομικών, Εσωτερικών, Δικαιοσύνης, Υγείας και Παιδείας.

Για σύγκριση παραθέτουμε τους εισαγωγικούς μισθούς στους Δημόσιους Υπαλλήλους με πτυχίο.

Τράπεζες κύριο προσωπικό : 683 € το πρώτο κλιμάκιο του ΕΜ + 25% το πτυχίο 170,75 € = 853,75 €

Στο Δημόσιο : Υπουργείο Οικονομικών: Εφοριακοί 1.458 €, Τελωνιακοί : 1.613 €, Υπουργείο Εσωτερικών : 1.122 €, Υπουργείο Δικαιοσύνης (γραμματείς) : 1.240 €, Υπουργείο Παιδείας : 1.205 €, Υπουργείο Υγείας :1.135 €. Για το 2004 πάνω σ’ αυτούς τους βασικούς έχει αποφασιστεί αύξηση 9.5%.

Φυσικά δεν μπορεί να γίνει καμία σύγκριση με τους συναδέλφους μας της Ε.Ε. Είτε συγκρίνουμε τις μικτές αποδοχές, είτε την αγοραστική δύναμη των μισθών η θέση των ελλήνων τραπεζικών είναι η χαμηλότερη στην Ευρώπη, ενώ τα τελευταία χρόνια η διαφορά αυτή αντί να μειώνεται... μεγαλώνει !

Παραιτούνται νέοι συνάδελφοι

Οι παραπάνω δυσμενείς συγκρίσεις δεν γίνονται για επιμόρφωση ή ενημέρωση αλλά για προβληματισμό και δράση. Έχουν επιφέρει ήδη τις αρνητικές επιπτώσεις τους. Δώδεκα συνάδελφοι που είχαν πετύχει στις εξετάσεις την ίδια περίοδο για πρόσληψη στην Τράπεζα της Ελλάδος και στο Υπ. Οικονομικών ετοιμάζονται να παραιτηθούν από την Τράπεζα της Ελλάδος. Ήδη παραιτήθηκαν τέσσερις.

Ιδού οι συγκρίσεις που κάνουν:

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

 

 

 

 

ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ

 

 

Γενικό Λογιστήριο του Κράτους

 

 

 

 

 

 

 

1ος χρόνος

 

 

 

 

 

 

1ος χρόνος (επί συμβάσει)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Βασικός Μισθός

688

Ευρώ

 

 

 

(παντρεμένος με 1 παιδί)

 

Επίδομα (ΔΗΒΕΤ)

600

Ευρώ

 

 

 

 

 

 

 

Επίδομα Master

30

Ευρώ

 

 

 

 

 

 

 

Επίδομα Γάμου

30

Ευρώ

 

 

 

 

 

 

 

Επίδομα ανά Τέκνο

17

Ευρώ

 

 

 

 

 

 

 

Οδοιπορικά

90

Ευρώ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΣΥΝΟΛΟ

 

1455

Ευρώ

 

 

 

ΣΥΝΟΛΟ

892,5

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

2ος χρόνος

 

(αύξηση 100 Ευρώ λόγω μείωσης κρατήσεων)

2ος χρόνος (επί συμβάσει)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Βασικός Μισθός

788

Ευρώ

 

 

 

(παντρεμένος με 1 παιδί)

 

Επίδομα (ΔΗΒΕΤ)

600

Ευρώ

 

 

 

ΣΥΝΟΛΟ

892,5

 

 

Επίδομα Master

30

Ευρώ

 

 

 

1ος χρόνος (αφού γίνει μονιμοποποίηση)

Επίδομα Γάμου

30

Ευρώ

 

 

 

(παντρεμένος με 1 παιδί)

 

 

Επίδομα ανά Τέκνο

17

Ευρώ

 

 

 

ΣΥΝΟΛΟ

1011,333

 

 

Οδοιπορικά

90

Ευρώ

 

 

 

2ος χρόνος  (αφού γίνει μονιμοποποίηση)

 

 

 

 

 

 

 

(παντρεμένος με 1 παιδί)

 

 

ΣΥΝΟΛΟ

 

1555

Ευρώ

 

 

 

ΣΥΝΟΛΟ

1028,126

 

 

ΤΑ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΠΟΣΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΘΑΡΑ ΚΑΤΟΠΙΝ ΑΦΑΙΡΕΣΗΣ ΤΩΝ ΚΡΑΤΗΣΕΩΝ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Υπάρχουν βέβαια κάποιες δυνατότητες έμμεσης αύξησης του μισθού με τις ειδικές κοινωνικές παροχές όπως τα δάνεια, όμως σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να αντισταθμίσουν τη διαφορά. Ακόμα και στη διαχρονική εξέλιξη του υπαλλήλου με τις προαγωγές και τα επιδόματα ευθύνης (για όσους θα τα πάρουν και όταν τα πάρουν) οι διαφορές μειώνονται αλλά δεν εξαλείφονται και παραμένουν δυσμενείς για μας. Τα μόνα στοιχεία που είναι υπέρ των τραπεζοελλαδιτών είναι το ύψος της σύνταξης και το εφάπαξ. Αλλά γι’ αυτά δεν υπάρχει καμία διασφάλιση, ιδιαίτερα για τους νέους/νέες, ότι δεν θα συρρικνωθούν με τις γενικευμένες επιθέσεις που έχουμε ακόμα να αντιμετωπίσουμε.

Είναι καιρός να προβληματιστούμε όλοι. Η Διοίκηση που δεν μπορεί να διοικεί Κεντρική Τράπεζα μ’ ένα προσωπικό κακοπληρωμένο και με απροσδιόριστη υπηρεσιακή εξέλιξη. Ο ΣΥΤΕ από την άλλη πρέπει με τεκμηριωμένο, αλλά και αποφασιστικό τρόπο να διεκδικήσει αυξήσεις των αποδοχών όλων των υπαλλήλων παλιών και νέων.

Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2003

Αντί της σύγκλισης η Απόκλιση και το βάθεμα των Ανισοτήτων

Όπως πάντα παραμονές εκλογών, ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ μιλούν για τους ασθενέστερους και «εξαγγέλλουν» μέτρα υπέρ τους.

Η κυβέρνηση ανακοίνωσε «το κοινωνικό πακέτο» σε ορισμένους από τους ασθενέστερους, την ώρα που εξασφαλίζει κέρδη ρεκόρ, τεράστια κίνητρα και φιλέτα της δημόσιας περιουσίας στα μεγάλα συμφέροντα που την στηρίζουν.

Η αλήθεια είναι ότι ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ ασπάζονται τον νεοφιλελευθερισμό που οδηγεί στην διατήρηση και την ενίσχυση των κοινωνικών και περιφερειακών ανισοτήτων σε βάρος των ασθενέστερων.

 Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Eurostat και της Ετήσιας Έκθεσης του ΙΝΕ ΓΣΕΕ, η Ελλάδα:

  1. Είναι στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ στο 66% του μεσου όρου των " 15». Το 1981, το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 69%. Στην ίδια περίοδο η Πορτογαλία έχει κερδίσει 13 ποσοστιαίες μονάδες, η Ισπανία 11 μονάδες και η Ιρλανδία έχει κυριολεκτικά απογειωθεί κερδίζοντας 57 μονάδες.
  2. Βρίσκεται, μαζί με την Πορτογαλία, στην κορυφή των εισοδηματικών ανισοτήτων. Το εισόδημα πιο εύπορου 20% των Ελλήνων είναι 6,2 φορές υψηλότερο από το εισόδημα του λιγότερο εύπορου 20%. Υψηλότερη ανισότητα παρουσιάζουν μόνο η Πορτογαλία (6,4) από τις χώρες της Ε.Ε και μόνο η Εσθονία (6,3) από τις υπό ένταξη χώρες.
  3. Το συνολικό μερίδιο των εργαζομένων στην "πίτα" του εθνικού εισοδήματος μειώθηκε, από το 1997 μέχρι σήμερα, από 69% σε 63%, ενώ το μερίδιο του κεφαλαίου αυξήθηκε από 31% σε 37%.
  4. Η ανεργία παραμένει στο 9,5% (2002), πολύ ψηλότερα απ' ό,τι το '81 ή το '96. Είναι δεύτερη στους "15" παρά την αύξηση του ΑΕΠ.
    Η Ελλάδα έχει την υψηλότερη ανεργία στους νέους, τις γυναίκες και το υψηλότερο ποσοστό μακροχρόνια ανέργων. Παρά ταύτα είναι ουραγός στις δημόσιες δαπάνες για την στήριξη των ανέργων και της απασχόλησης.
  5. Το ποσοστό φτώχειας, μετά τις κοινωνικές δαπάνες, μειώνεται μόλις 1 μονάδα, από το 22% στο 21%, 8 φορές δηλαδή λιγότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, όπου από το 23% πέφτει στο 15%.
  6. Ο πληθωρισμός παραμένει περίπου διπλάσιος του μέσου όρου της Ευρωζώνης, παρά την περιοριστική εισοδηματική πολιτική, αποδεικνύοντας ότι πρόκειται περί πληθωρισμού κερδών.
  7. Είναι η δεύτερη στο δημόσιο χρέος και μόνη μεταξύ των "15" όπου το δημόσιο χρέος δεν έχει μειωθεί ουσιαστικά (104,9% το 2002), παρά τα μεγάλα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις.
  8. Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα στην Ε.Ε. που δεν έχει θεσπίσει ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα.
  9. Ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα μεγαλύτερος μόνο από αυτόν της Πορτογαλίας.
  10. Έξι περιφέρειες της είναι ανάμεσα στις 10 πιο φτωχές της ΕΕ. Παρά το γεγονός αυτό βρίσκεται στην τελευταία θέση στις δεσμεύσεις κοινοτικών κονδυλίων για τις φτωχές περιφέρειες.
  11. Είναι τελευταία στις δημόσιες δαπάνες στην Υγεία (2,7%) και την Παιδεία (3,5%) και πρώτη στις ιδιωτικές δαπάνες.
  12. Είναι η χώρα με τις μικρότερες δαπάνες για έρευνα και την καινοτομία με 0,51% του ΑΕΠ σε σχέση με το 1,90% στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
  13. Είναι η τελευταία χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση στην δια βίου μάθηση.
  14. Είναι η τελευταία χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση στην διάδοση του διαδικτύου.
  15. Είναι ουραγός στο ποσοστό του ΑΕΠ που δαπανάται για προστασία του περιβάλλοντος και προγράμματα εξοικονόμησης και υποκατάστασης ενέργειας.

Πόροι για μια διαφορετική πολιτική ανάπτυξης, αναδιανομής και κοινωνικής συνοχής υπάρχουν και μπορούν να εξασφαλιστούν από:

  • τον περιορισμό της κρατικής σπατάλης και των πελατειακών δαπανών
  • την συγκράτηση των υπέρογκων εξοπλιστικών δαπανών
  • Add Text Hereτην παραγωγική αξιοποίηση των κοινοτικών πόρων
  • την πάταξη της φοροδιαφυγής και μια δίκαιη φορολογική μεταρρύθμιση.

Αυτό που λείπει είναι η διάθεση της ηγεσίας των κομμάτων του νεοφιλελεύθερου αστερισμού ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ να αποδεσμευτούν από τον μονόδρομο των νεοφιλελεύθερων επιλογών. 

syte.gr/paremvasi/rem_news.asp

Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2003

Για τα 75 χρόνια της Τράπεζας Ελλάδος-συνέντευξη στην ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

Μ. ΜΠΑΛΑΟΥΡΑΣ, ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΗΣ

Δεν μπορεί να είναι πιο «προοδευτική»

Εντονα προβληματισμένος για τον -«έστω και συρρικνούμενο»- ρόλο των κεντρικών τραπεζών στη σημερινή ενιαία Ευρώπη εμφανίζεται ο Μάκης Μπαλαούρας, παλιός συνδικαλιστής και εργαζόμενος στο Τμήμα Μελετών της Τράπεζας της Ελλάδος.

«Είναι γεγονός ότι η Κεντρική Τράπεζα της χώρας μετά το Μάαστριχτ και την ένταξη στην ΟΝΕ έχει απολέσει ένα μεγάλο μέρος του έντονου θεσμικού της ρόλου και των παρεμβάσεων που ασκούσε παλαιότερα στην κοινωνική ζωή» λέει, υπενθυμίζοντας ότι επί δεκαετίες ολόκληρες η ΤτΕ χορηγούσε ακόμη και δάνεια (λ.χ. καπνοδάνεια) σε κατηγορίες πληθυσμού ή ακόμη είχε τη δυνατότητα άσκησης πολιτικής με το συνάλλαγμα, σπανίως ξεφεύγοντας, ωστόσο, από τις επιταγές της κυβερνητικής βούλησης.

Οφείλουμε να σημειώσουμε πάντως, προσθέτει, ότι παρά τη μεγαλύτερη ανεξαρτησία και ελευθερία έκφρασης που έχουν αποκτήσει σήμερα οι κεντρικοί τραπεζίτες με το νέο καθεστώς (για να εκφραστούν παλαιότερα κατέφευγαν συνήθως σε υπονοούμενα), δεν παύουν να μένουν «προσκολλημένοι στο νεοφιλελεύθερο κανόνα».

«Οταν μια κυβέρνηση θέλει να προβεί σε κάποιες κινήσεις κεϋνσιανικού χαρακτήρα -παροχές Σημίτη λ.χ. εν όψει εκλογών- τότε παρεμβαίνουν συνήθως οι τραπεζίτες (Γκαργκάνας) προσπαθώντας να βάλουν φρένο. Ας μην περιμένουμε από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την οποιαδήποτε Κεντρική Τράπεζα να είναι περισσότερο προοδευτική από τις κυβερνήσεις. Και θεσμικά, πια» επισημαίνει αντιδιαστέλλοντας ωστόσο τις περιπτώσεις ορισμένων διοικητών -όπως οι κύριοι Ζολώτας, Χαλικιάς και Παπαδήμος- που όπως τονίζει ο κ. Μπαλαούρας, «βρέθηκαν συχνά πολύ πιο μπροστά από τις κυβερνήσεις».

Αναφερόμενος εξάλλου στα Ασφαλιστικά Ταμεία που υποχρεώθηκαν με νόμο του Μαρκεζίνη (1953) να καταθέτουν τα αποθεματικά τους στην Τράπεζα της Ελλάδος εισπράττοντας πενιχρούς τόκους για να οδηγηθούν, τελικά, σε απίσχνανση, ο κ. Μπαλαούρας επισημαίνει: «Ναι μεν με το νόμο του Μαρκεζίνη τα αποθεματικά των Ασφαλιστικών Ταμείων χρηματοδότησαν την ανάπτυξη της χώρας, πλην όμως οι τόκοι 5%, 7% ή 10% που έδινε η Τράπεζα της Ελλάδος για τα χρήματα των Ταμείων όταν τα εμπορικά επιτόκια έφταναν μέχρι και 25% συνιστά καταλήστευση. Και, βέβαια, δεν μπορούν οι θύτες να γίνονται τιμητές για τη κατάντια των Ταμείων. Το κράτος οφείλει να βρει τρόπο αποκατάστασης της αδικίας που έγινε σε βάρος των εργαζομένων και επ' αυτού υπάρχουν προτάσεις».

Ο ίδιος χαρακτηρίζει «παραμύθια της Χαλιμάς» τον έλεγχο που υποτίθεται ότι πρέπει να ασκεί η Κεντρική Τράπεζα στην πολιτική των εμπορικών τραπεζών, επισημαίνοντας ότι στο όνομα της ελευθερίας των αγορών έχουν δημιουργηθεί καταστάσεις «ολιγοπωλιακής υφής και νοοτροπίας».

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 01/11/2003