Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2003

Μετά το Σύμφωνο Σταθερότητας ούτε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μπορεί να παραμείνει η ίδια

του Μάκη Μπαλαούρα* 

       Μετά την παράκαμψη ή κατάργηση όπως υποστήρισαν πολλοί αναλυτές του Συμφώνου Σταθερότητας, η διαδικασία φαίνεται σχεδόν παγωμένη αν και όλοι γνωρίζουμε ότι στα κεντρικά όργανα της ΕΕ η συζήτηση για το τι θα το αντικαταστήσει έχει ήδη αρχίσει. Όμως, το Σύμφωνο Σταθερότητας ως μηχανισμός επιβολής ενιαίας και περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής σ’ ολόκληρη την ΕΕ, δεν είναι μόνο του. Λειτουργεί σε στενή συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα που σαν κέρβερος της σταθερότητας των τιμών ασκεί και την ανάλογη πολιτική επιτοκίων. Μαζί αποτελούσαν και αποτελούν πάντα το ισχυρό ζεύγος που με απόλυτες εξουσίες φροντίζουν να εφαρμόζονται, χωρίς συζήτηση, τα νεοφιλελεύθερα δόγματα στην οικονομική πολιτική που ασκείται σ’ ολόκληρη την ΕΕ. Θέμα, επομένως, τίθεται τώρα και για το μέλλον της ΕΚΤ, του μόνου ως τώρα  θεσμού κεντρικής εξουσίας της ΕΕ που ταυτόχρονα συγκεντρώνει και το μεγαλύτερο πόλεμο όχι μόνο από την πολιτική και κοινωνική ευρωπαϊκή αριστερά, αλλά και από μεγάλο μέρος της επιστημονικής Κοινότητας.

      Αλλά ας δούμε, πριν διατυπωθούν μερικές σκέψεις για το μέλλον της, με βάση και τα όσα διατυπώθηκαν και διαπιστώθηκαν σε ένα σεμινάριο του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Φόρουμ που συνήλθε στο Παρίσι τον περασμένο Δεκέμβριο και συμμετείχα ως συνδικαλιστής της ΟΤΟΕ,  ποια είναι η δικαιολογητική βάση της ίδρυσής της.

Στη φάση της πιο ακραίας εκδοχής του καπιταλισμού, στο νεοφιλελευθερισμό, η κίνηση του κεφαλαίου είναι ελεύθερη, γίνεται δηλαδή χωρίς φραγμούς προκειμένου να αναζητήσει και έτσι να πετύχει τις μέγιστες αποδόσεις. Για να επιτευχθούν αυτές όμως απαιτούνται μέτρα “εξορθολογισμού” που θα αίρουν τους όποιους πολιτικούς ή διοικητικούς φραγμούς.

Στο πλαίσιο αυτής της αντίληψης τα εθνικά κράτη οδηγήθηκαν στην εκχώρηση εξουσίας σ’ άλλα όργανα που απρόσκοπτα από πολιτικές και κοινωνικές πιέσεις θα εγγυώνται και θα προωθούν την ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων και συνεπώς τη (μέγιστη) αποδοτικότητά τους. Το σημαντικότερο μέτρο ήταν να καταστούν οι Εθνικές Κεντρικές Τράπεζες (ΚΤ) πλήρως ανεξάρτητες. Αυτές, διαρθρωμένες μέσω του Συστήματος Ευρωπαϊκών Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ), καταλήγουν στην ανεξάρτητη Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).

Η ΕΚΤ όργανο του παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελευθερισμού

Σύμφωνα με το άρθρο 105 της Συνθήκης του Μάαστριχτ “πρωταρχικός στόχος του ΕΣΚΤ είναι η διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών”. Για την επίτευξη αυτού του “ιερού” σκοπού στην ΕΚΤ εκχωρήθηκαν εξαιρετικές εξουσίες. Αποφασίζει ένα όργανο τα μέλη του οποίου δεν εκλέγονται αλλά διορίζονται για 8 χρόνια, δεν δίνει σε κανέναν λογαριασμό για τις αποφάσεις του – που λαμβάνονται με πλήρη μυστικότητα και αδιαφάνεια – για τις οποίες δεν δέχεται ούτε καν διάλογο. Η υποχρέωση της ΕΚΤ εξαντλείται στη δια του Προέδρου της ενημέρωση του Ευρωκοινοβούλιου!

Όλα τα παραπάνω στηρίζονται στη Συνθήκη του Μάαστριχτ (άρθρο 107). Αναφέρει χαρακτηριστικά: “Η ΕΚΤ και οι Εθνικές ΚΤ δεν επιζητούν, ούτε δέχονται οδηγίες από τα όργανα της Κοινότητας, ούτε από τις κυβερνήσεις των κρατών μελών. Οι κυβερνήσεις και τα όργανα της Κοινότητας δεν επιδιώκουν να επηρεάζουν τα όργανα της ΕΚΤ και των Εθνικών ΚΤ” !

Ποτέ μέχρι τώρα στη σύγχρονη Ευρωπαϊκή ιστορία – εκτός από περιόδους πολέμου, κατοχής ή δικτατορίας – δεν υπήρξε τέτοια μεταβίβαση κυριαρχίας, υποχώρηση της δημοκρατίας και εξαφάνιση της πολιτικής υπέρ του οικονομικο-χρηματιστηριακού στοιχείου.

Στο όνομα της ανεξαρτησίας από αποφάσεις κυβερνήσεων συγκυριακού και βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα ή του εκλογικού κύκλου, οι κυβερνήσεις μπαίνουν σε καθεστώς επιτροπείας και οι Κεντρικές Τράπεζες γίνονται πλήρως αυτόνομες ανεπηρέαστες από τις οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, δηλαδή, έχει καταστεί ένας “τεχνοκρατικός και ολιγαρχικός Άρειος Πάγος”.

Όμως οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις βρισκόμενες στον αστερισμό του νεοφιλελευθερισμού δεν θα μπορούσαν να αρκεστούν στο ΕΣΚΤ.

Σύμφωνο Σταθερότητας ή Σύμφωνο κατάργησης της οικονομικής πολιτικής;

Η ύπαρξη και το μοντέλο του ΕΣΚΤ έπρεπε να συνδιαστεί με την ύπαρξη του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης που προβλέπει ότι το ετήσιο δημόσιο νομικό έλλειμμα οφείλει να έχει ανώτερο όριο το 3% του ΑΕΠ. Μερικοί οικονομολόγοι και πολιτικοί στήριξαν τότε τις αποφάσεις αυτές γιατί όταν θεσπίστηκαν υπήρχε σταθερό ποσοστό μεγέθυνσης της οικονομίας και σχετικά υψηλός πληθωρισμός. Σήμερα οι ίδιοι λένε ότι άλλαξαν τα πράγματα και δεν το στηρίζουν.

Πράγματι, τα προβλήματα σήμερα είναι περισσότερο εμφανή από ποτέ. Στην ΕΕ, παρά τα 20 εκατ. ανέργων και 70 εκατ. φτωχών με ασήμαντη ανάπτυξη και αποπληθωρισμό, η ΕΚΤ και το Σύμφωνο Σταθερότητας εξακολουθούν η μεν πρώτη να διαμορφώνει νομισματική πολιτική άσχετη με τις ανάγκες το δε δεύτερο να υπαγορεύει την ίδια δημοσιονομική πολιτική για όλες τις χώρες αν και έχουν μεταξύ τους τεράστιες διαφορές στις οικονομικές τους δομές και στα οικονομικά αποτελέσματα εξ ου και ο χαρακτηρισμός του από τον Πρόντι ως «ηλιθίου».

Βρισκόμαστε έτσι σε μια κατάσταση παραλογισμού γιατί ενώ η μεγέθυνση επιβραδύνεται, ως εκ τούτου τα δημόσια έσοδα υποχωρούν και οι δαπάνες αυξάνονται, έρχεται ο κορσές του Συμφώνου Σταθερότητας και η πολιτική της ΕΚΤ που δεν επιτρέπουν επεκτατική πολιτική με συνέπεια να επιδεινώνονται περαιτέρω τα προβλήματα.

Έτσι στις Εθνικές Κυβερνήσεις – χωρίς νομισματική και χωρίς, ουσιαστικά, δημοσιονομική πολιτική - απομένουν ελάχιστα εργαλεία άσκησης οικονομικής πολιτικής: Η (περιοριστική) εισοδηματική πολιτική και η μείωση των κοινωνικών δαπανών και των υποχρεώσεων του κράτους (επιδόματα ανεργίας, ασφαλιστικές παροχές κτλ).

Η πολιτική οικονομία του νεοφιλελευθερισμού δεν αφορά φυσικά μόνο τις οικονομικές δραστηριότητες του κράτους. Το κράτος προχωρά και πιο πέρα αποδεχόμενο πλήρως το πλαίσιο που χαράσσει η αγορά, δηλαδή οι μεγάλες εθνικές και πολυεθνικές επιχειρήσεις. Έτσι το κράτος υποκύπτοντας στις απαιτήσεις των επιχειρήσεων παράλληλα με τα οικονομικά του μέτρα προχωρά και σε θεσμικά χαλαρώνοντας και συρρικνώνοντας τα νομοθετικά πλαίσια που είχαν δημιουργηθεί με αιματηρούς και πολύχρονους αγώνες των εργαζομένων για την προστασία τους. Γίνεται, λοιπόν, πιο άνετη εντός των επιχειρήσεων η κατάτμηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων και η ελαστικότητα των εργασιακών σχέσεων.

Το μοντέλο αυτό φαίνεται όμως ότι έφτασε στα όριά του. Τα κράτη της ΕΕ σχεδόν καθ’ ολοκληρία και κυρίως οι ατμομηχανές της Γερμανία – Γαλλία αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα ύφεσης και αποπληθωρισμού. Πιεζόμενες από το Εργατικό κίνημα, αλλά και από τα νέα αντιπαγκοσμιοποιητικά κινήματα αγνοούν το Σύμφωνο Σταθερότητας αυξάνοντας τις δαπάνες και ως εκ τούτου τα δημοσιονομικά ελλείμματα τους ξεπερνώντας κατά πολύ τα όρια του Συμφώνου. Όμως παρά την εμφανή αποτυχία συνεχίζεται η ίδια νεοφιλελεύθερη αντίληψη και παραμένει πάντα το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο που μάλιστα διατηρείται και ενισχύεται με την ενσωμάτωσή του στο προτεινόμενο σχέδιο Ευρωπαϊκού Συντάγματος.

Τα ελάχιστα που πρέπει να γίνουν είναι:

α) Η ΕΚΤ και Εθνικές Κεντρικές Τράπεζες να διευρύνουν τους στόχους τους αναφέροντας την πλήρη απασχόληση, τη βιώσιμη ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή. Να εκδημοκρατιστεί η λειτουργία τους λογοδοτώντας πλήρως σε κοινοβουλευτικές επιτροπές και στην Ολομέλεια των Κοινοβουλίων, τα οποία να μπορούν να αποφασίζουν πάνω σε γενικές κατευθύνσεις. Ταυτόχρονα, να δημιουργηθεί στην ΕΕ συντονιστικό – πολιτικό όργανο που θα γίνει το κέντρο λήψης αποφάσεων νομισματικών κατευθύνσεων.

β) Να καταργηθεί το Σύμφωνο Σταθερότητας για να πάψει να είναι εμπόδιο στην ανάπτυξη και στην άσκηση κοινωνικής πολιτικής προκειμένου να ικανοποιηθούν ελάχιστες κοινωνικές απαιτήσεις. Να αντικατασταθεί από ένα Σύμφωνο ευελιξίας ώστε να επιτρέπει να εφαρμόζεται σε κάθε χώρα η διαφορετική, ακόμη και αποκλίνουσα πολιτική, ανάλογα με τίς κάθε φορά συγκυριακές και διαρθρωτικές ανάγκες της αλλά πάντοτε με την αλληλεγγύη των υπολοίπων χωρών.

Αυτό που συνέβη με την κατάρρευση του Συμφώνου Σταθερότητας σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν κάτι προσωρινό. Ανατρέπει τη βάση που στηρίχθηκε ο ευρωπαϊκός νεοφιλελευθερισμός και προφανώς θα αναζητηθούν τώρα διαφορετικά μοντέλα. Το πιο εύκολα αναζητήσιμο για τις κυβερνήσεις είναι αυτό των ΗΠΑ. Όπου ακόμα κι εκεί η Κεντρική Τράπεζα λειτουργεί με διαφορετικούς στόχους και πλαίσιο, ενώ παρά το γεγονός ότι δεν υφίστανται ξεχωριστά κράτη, δεν υπάρχουν Σύμφωνα Σταθερότητας κατά Πολιτεία. Ανεξάρτητα από τις επιλογές της Κεντρικής Κυβέρνησης και του Federal Reserve, εκεί οι πολιτειακές κυβερνήσεις μπορούν να χαράξουν ομοσπονδιακή οικονομική πολιτική με μεγάλους βαθμούς ελευθερίας.

* Ο Μάκης Μπαλαούρας είναι οικονομολόγος της Τράπεζας της Ελλάδος και συνδικαλιστής στην ΟΤΟΕ

Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2003

Συνάντηση του Τοπικού Παραρτήματος με τα μέλη του Σ.Υ.Τ.Ε

Συνάδελφοι,

Σας ενημερώνουμε ότι στις 9/12/2003 έγινε συνάντηση του Τοπικού Παραρτήματος της Διεύθυνσής μας με τα μέλη του Σ.Υ.Τ.Ε. και συζητήθηκαν τα εξής θέματα:

1. Μείωση χρόνου παραμονής στη διαβάθμιση Αναλυτή -Προγραμ. Συστ΄ Β

Η Τ.Δ.Ε. τόνισε ότι έχει καθυστερήσει αδικαιολόγητα η μείωση των χρόνων παραμονής στη διαβάθμιση Αναλυτή-Προγραμματιστή Συστημ. Β΄ από 9 σε 4 χρόνια και πρέπει άμεσα να τακτοποιηθεί.

Ο Σ.Υ.Τ.Ε δεσμεύθηκε ότι θα ζητήσει από τη Διεύθυνση Διοικητικού να λυθεί το θέμα σύντομα.

2. Επιδόματα Ευθύνης

Υπογράφτηκαν τα επιδόματα ευθύνης από την ημερομηνία της Εγκυκλίου των προαγωγών.

Η Τ.Δ.Ε. υποστήριξε την άποψη ότι το επίδομα ευθύνης πρέπει να χορηγείται από την Valeur του κάθε συναδέλφου και όχι από την Εγκύκλιο των προαγωγών. Η άποψη αυτή επιβεβαιώθηκε και από νομικής πλευράς.

Ο Σ.Υ.Τ.Ε δεν υιοθετεί την πρόταση του Παραρτήματος για διεκδίκηση των αναδρομικών από την Valeur.

3. Επιδόματα Αναλυτών - Προγραμματιστών, Χειριστών, Αναλυτών Συστημάτων

Συζητήθηκε διεξοδικά το θέμα της άρσης του συμψηφισμού. Η Τ.Δ.Ε. ανέφερε στα μέλη του Σ.Υ.Τ.Ε. ότι επεξεργάσθηκε την πρόταση που είχε κάνει ο πρόεδρος στην Τ.Δ.Ε. στις 17/9/2003, για επαναφορά στον κωδικό «299», του ποσού που είχε ο κωδικός αυτός, τον 9/1996. Όμως η υλοποίηση της πρότασης αυτής δημιουργεί νέα προβλήματα και στρεβλώσεις ανάμεσα στο εξειδικευμένο προσωπικό της Διεύθυνσης.

Για το λόγο αυτό η Τ.Δ.Ε. πρότεινε την πλήρη χορήγηση των εξειδικευμένων επιδομάτων με βάση την αντίστροφη εξομοίωση με την Εθνική, όπως αυτή ορίζεται από τη Σύμβαση της Ο.Τ.Ο.Ε. του 1979. Η Τ.Δ.Ε. κατέληξε στην διατύπωση της πρότασης αυτής, αφού είχε και μια πρώτη νομική εκτίμηση για το θέμα αυτό.

  • Από την πλευρά του ο Σ.Υ.Τ.Ε. δέχεται ότι πρέπει να σταματήσει ο συμψηφισμός των εξειδικευμένων επιδομάτων. Βοηθάει μάλιστα το γεγονός ότι από τον 7/2003 έχει μεταφερθεί όλο το δραχμικό μέρος του επιδόματος Κεντρικής Τράπεζας στο επίδομα βαθμού.
  • Για πρώτη φορά από το 1996, που διεκδικούμε το αίτημα αυτό, η πλειοψηφία του Σ.Υ.Τ.Ε., δεν απέρριψε την πρόταση για πλήρη χορήγηση των εξειδικευμένων επιδομάτων με βάση την αντίστροφη εξομοίωση. Όμως την τελική πρόταση που θα υιοθετήσει ο Σ.Υ.Τ.Ε. προς τη Διοίκηση, θα την αποφασίσει στο επόμενο Διοικητικό Συμβούλιο.

Με συναδελφικούς χαιρετισμούς

Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2003

Στο έσχατο όριο οι αποδοχές των τραπεζικών

Πριν μερικά χρόνια η μισθολογική θέση των τραπεζοϋπαλλήλων ήταν αξιοζήλευτη σε σύγκριση με όλους τους άλλους κλάδους εργαζομένων του δημοσίου αλλά, φυσικά και του ιδιωτικού τομέα. Ο συνδυασμός των αμοιβών, με καλές ασφαλιστικές καλύψεις μέσα σ’ ένα ανθρώπινο εργασιακό περιβάλλον γινόταν κάρφος στα μάτια των κυβερνήσεων και των εργοδοτών και των φερέφωνών τους στα ΜΜΕ. Θυμίζουμε τις επιθέσεις των κυβερνήσεων ΝΔ (προνομιούχοι του κ. Μητσοτάκη) και του ΠΑΣΟΚ (τα ρετιρέ του Α. Παπανδρέου).

Οι κυβερνητικές επιβουλές σε συνδυασμό με τις αναδιαρθρώσεις στο τραπεζικό σύστημα και τις εργοδοτικές επιθέσεις οδήγησαν σε άμυνα το συνδικαλιστικό κίνημα στο χώρο των τραπεζών. Ακόμα όμως και σε τέτοιες συνθήκες η ηγεσία του σ.κ. (ΠΑΣΚΕ και από κοντά οι διάφορες ΔΑΚΕ) όχι μόνο δεν προσπάθησαν να αντισταθούν, αλλά ουσιαστικά παρέδωσαν τους τραπεζοϋπάλληλους βορά στις κυβερνητικές – εργοδοτικές ορέξεις. Αντί της συσπείρωσης και της αντίστασης των εργαζομένων, στην επιδίωξη κομματικών συμφερόντων τους έστησαν δίκτυα πελατειακών σχέσεων διασπώντας και εν πολλοίς προσπαθώντας να εκμαυλίσουν τους τραπεζικούς.

Έτσι σήμερα το τοπίο είναι μαύρο και ανασφαλές σ’ όλες τις τράπεζες (με μέχρι τώρα εξαίρεση την Τράπεζα της Ελλάδος για λόγους κυρίως αντικειμενικούς) με πρωτοπορία τις ιδιωτικές:

  • Οι εργασιακές σχέσεις επέστρεψαν στον εργασιακό μεσαίωνα με απόλυτη εξουσία του διευθυντικού δικαιώματος (ωράρια λάστιχο, απλήρωτες υπερωρίες, εκδικητικές μεταθέσεις, υπηρεσιακή εξέλιξη μόνο των ημετέρων και συνδικαλιστικές ελευθερίες ανύπαρκτες).
  • Οι ασφαλιστικές κατακτήσεις πετάγονται στο καλάθι των αχρήστων. Όλοι οι τραπεζοϋπάλληλοι εκόντες – άκοντες (με τη συναίνεση όμως της ηγεσίας της ΟΤΟΕ και των Συλλόγων) οδηγούνται στο ΙΚΑ και στο ΙΚΑ – ΤΕΑΜ.
  • Οι αμοιβές σ’ όλες τις τράπεζες (και στην ΤΕ) υποχώρησαν σε απόλυτη και σχετική βάση. Ακόμα και σε σύγκριση με τις αμοιβές των Δημοσίων Υπαλλήλων οι τραπεζικοί που υπερείχαν κατά πολύ υπολείπονται πια, ενώ δεν μπορεί να γίνει σύγκριση με κατηγορίες των Δημοσίων όμως μ’ αυτούς των Υπουργείων Οικονομικών, Εσωτερικών, Δικαιοσύνης, Υγείας και Παιδείας.

Για σύγκριση παραθέτουμε τους εισαγωγικούς μισθούς στους Δημόσιους Υπαλλήλους με πτυχίο.

Τράπεζες κύριο προσωπικό : 683 € το πρώτο κλιμάκιο του ΕΜ + 25% το πτυχίο 170,75 € = 853,75 €

Στο Δημόσιο : Υπουργείο Οικονομικών: Εφοριακοί 1.458 €, Τελωνιακοί : 1.613 €, Υπουργείο Εσωτερικών : 1.122 €, Υπουργείο Δικαιοσύνης (γραμματείς) : 1.240 €, Υπουργείο Παιδείας : 1.205 €, Υπουργείο Υγείας :1.135 €. Για το 2004 πάνω σ’ αυτούς τους βασικούς έχει αποφασιστεί αύξηση 9.5%.

Φυσικά δεν μπορεί να γίνει καμία σύγκριση με τους συναδέλφους μας της Ε.Ε. Είτε συγκρίνουμε τις μικτές αποδοχές, είτε την αγοραστική δύναμη των μισθών η θέση των ελλήνων τραπεζικών είναι η χαμηλότερη στην Ευρώπη, ενώ τα τελευταία χρόνια η διαφορά αυτή αντί να μειώνεται... μεγαλώνει !

Παραιτούνται νέοι συνάδελφοι

Οι παραπάνω δυσμενείς συγκρίσεις δεν γίνονται για επιμόρφωση ή ενημέρωση αλλά για προβληματισμό και δράση. Έχουν επιφέρει ήδη τις αρνητικές επιπτώσεις τους. Δώδεκα συνάδελφοι που είχαν πετύχει στις εξετάσεις την ίδια περίοδο για πρόσληψη στην Τράπεζα της Ελλάδος και στο Υπ. Οικονομικών ετοιμάζονται να παραιτηθούν από την Τράπεζα της Ελλάδος. Ήδη παραιτήθηκαν τέσσερις.

Ιδού οι συγκρίσεις που κάνουν:

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

 

 

 

 

ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ

 

 

Γενικό Λογιστήριο του Κράτους

 

 

 

 

 

 

 

1ος χρόνος

 

 

 

 

 

 

1ος χρόνος (επί συμβάσει)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Βασικός Μισθός

688

Ευρώ

 

 

 

(παντρεμένος με 1 παιδί)

 

Επίδομα (ΔΗΒΕΤ)

600

Ευρώ

 

 

 

 

 

 

 

Επίδομα Master

30

Ευρώ

 

 

 

 

 

 

 

Επίδομα Γάμου

30

Ευρώ

 

 

 

 

 

 

 

Επίδομα ανά Τέκνο

17

Ευρώ

 

 

 

 

 

 

 

Οδοιπορικά

90

Ευρώ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΣΥΝΟΛΟ

 

1455

Ευρώ

 

 

 

ΣΥΝΟΛΟ

892,5

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

2ος χρόνος

 

(αύξηση 100 Ευρώ λόγω μείωσης κρατήσεων)

2ος χρόνος (επί συμβάσει)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Βασικός Μισθός

788

Ευρώ

 

 

 

(παντρεμένος με 1 παιδί)

 

Επίδομα (ΔΗΒΕΤ)

600

Ευρώ

 

 

 

ΣΥΝΟΛΟ

892,5

 

 

Επίδομα Master

30

Ευρώ

 

 

 

1ος χρόνος (αφού γίνει μονιμοποποίηση)

Επίδομα Γάμου

30

Ευρώ

 

 

 

(παντρεμένος με 1 παιδί)

 

 

Επίδομα ανά Τέκνο

17

Ευρώ

 

 

 

ΣΥΝΟΛΟ

1011,333

 

 

Οδοιπορικά

90

Ευρώ

 

 

 

2ος χρόνος  (αφού γίνει μονιμοποποίηση)

 

 

 

 

 

 

 

(παντρεμένος με 1 παιδί)

 

 

ΣΥΝΟΛΟ

 

1555

Ευρώ

 

 

 

ΣΥΝΟΛΟ

1028,126

 

 

ΤΑ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΠΟΣΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΘΑΡΑ ΚΑΤΟΠΙΝ ΑΦΑΙΡΕΣΗΣ ΤΩΝ ΚΡΑΤΗΣΕΩΝ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Υπάρχουν βέβαια κάποιες δυνατότητες έμμεσης αύξησης του μισθού με τις ειδικές κοινωνικές παροχές όπως τα δάνεια, όμως σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να αντισταθμίσουν τη διαφορά. Ακόμα και στη διαχρονική εξέλιξη του υπαλλήλου με τις προαγωγές και τα επιδόματα ευθύνης (για όσους θα τα πάρουν και όταν τα πάρουν) οι διαφορές μειώνονται αλλά δεν εξαλείφονται και παραμένουν δυσμενείς για μας. Τα μόνα στοιχεία που είναι υπέρ των τραπεζοελλαδιτών είναι το ύψος της σύνταξης και το εφάπαξ. Αλλά γι’ αυτά δεν υπάρχει καμία διασφάλιση, ιδιαίτερα για τους νέους/νέες, ότι δεν θα συρρικνωθούν με τις γενικευμένες επιθέσεις που έχουμε ακόμα να αντιμετωπίσουμε.

Είναι καιρός να προβληματιστούμε όλοι. Η Διοίκηση που δεν μπορεί να διοικεί Κεντρική Τράπεζα μ’ ένα προσωπικό κακοπληρωμένο και με απροσδιόριστη υπηρεσιακή εξέλιξη. Ο ΣΥΤΕ από την άλλη πρέπει με τεκμηριωμένο, αλλά και αποφασιστικό τρόπο να διεκδικήσει αυξήσεις των αποδοχών όλων των υπαλλήλων παλιών και νέων.